bn:00104597a
Adjective Concept
EL
άμεσος  έγκαιρος
EL
Αυτός που γίνεται, που εκδηλώνεται χωρίς καθυστέρηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που γίνεται, που εκδηλώνεται χωρίς καθυστέρηση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet