bn:00104646a
Adjective Concept
EL
ατελής
EL
Αυτός που είναι ημιτελής, ελλιπής ή αυτός που δεν είναι τέλειος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι ημιτελής, ελλιπής ή αυτός που δεν είναι τέλειος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet