bn:00098909a
Adjective Concept
EL
σπασμένος  σπασμένο
EL
Αυτός που έχει χωριστεί σε κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει χωριστεί σε κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations