bn:00105229a
Adjective Concept
EL
ανεπίδεκτος
EL
Αυτός που δεν επιδέχεται ή δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο μιας ενέργειας, που δεν προσφέρεται για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν επιδέχεται ή δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο μιας ενέργειας, που δεν προσφέρεται για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet