bn:00111525a
Adjective Concept
EL
επιδεκτικός
EL
Αυτός που επιδέχεται κάτι, που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας· δεκτικός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που επιδέχεται κάτι, που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας· δεκτικός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet