bn:00105785a
Adjective Concept
EL
έννομος  σύννομος
EL
Αυτός που γίνεται σύμφωνα με το νόμο ή που αναγνωρίζεται, που προβλέπεται ή που ορίζεται από το νόμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που γίνεται σύμφωνα με το νόμο ή που αναγνωρίζεται, που προβλέπεται ή που ορίζεται από το νόμο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet