bn:00105848a
Adjective Concept
EL
θεμιτός  νόμιμος
EL
Αυτός που είναι σύμφωνος με το νόμο, που καθορίζεται από το νόμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι σύμφωνος με το νόμο, που καθορίζεται από το νόμο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet