bn:00106334a
Adjective Concept
EL
μείζων  μεγάλος  μεγαλύτερος
EL
Ο μεγαλύτερος ως προς τον αριθμό ,το μέγεθος ή την ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο μεγαλύτερος ως προς τον αριθμό ,το μέγεθος ή την ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary