bn:00013767n
Noun Concept
EL
πλειοψηφία  πλειονότητα  μεγαλύτερο μέρος
EL
Ο μεγαλύτερος αριθμός,το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με ένα σύνολο).Το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους, ενός αριθμού προσώπων ή και πραγμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο μεγαλύτερος αριθμός,το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με ένα σύνολο).Το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους, ενός αριθμού προσώπων ή και πραγμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet