bn:00107198a
Adjective Concept
EL
αρνητικός
EL
Αυτός που είναι αντίθετος σε σχέση με κάτι. Αυτός που δηλώνει άρνηση, διαφωνία, αντίθεση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι αντίθετος σε σχέση με κάτι. Αυτός που δηλώνει άρνηση, διαφωνία, αντίθεση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet