bn:00107263a
Adjective Concept
EL
ουδέτερος
EL
Αυτός που δεν είναι συγκεκριμένος και ιδίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με συγκεκριμένο τρόπο ή δεν έχει κανένα ισχυρό χαρακτηριστικό γνώρισμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν είναι συγκεκριμένος και ιδίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με συγκεκριμένο τρόπο ή δεν έχει κανένα ισχυρό χαρακτηριστικό γνώρισμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet