bn:00108798a
Adjective Concept
EL
φτωχός
EL
Αυτός που έχει πολύ περιορισμένους πόρους και εισοδήματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει πολύ περιορισμένους πόρους και εισοδήματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki