bn:00109833a
Adjective Concept
EL
πλούσιος
EL
Αυτός που έχει μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, πολλά χρήματα και υλικά αγαθά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, πολλά χρήματα και υλικά αγαθά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet