bn:00108861a
Adjective Concept
EL
δραστικός
EL
Αυτός που έχει ισχυρή και άμεση επίδραση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει ισχυρή και άμεση επίδραση Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet