bn:00063940n
Noun Concept
EL
Εξουσία  δυναμικότητα  πολιτική εξουσία  powerfulness  δημόσια εξουσία
EL
Ο βαθμός της ικανότητας μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού κ.τ.λ. να παραγάγει, να εκτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο Greek Open Multilingual WordNet
English:
social
political
philosophy
politics
sociology
Definitions
Relations
Sources