bn:00109632a
Adjective Concept
EL
κανονικός
EL
Αυτός που είναι σύμφωνος με ένα πρότυπο, με ένα υπόδειγμα, που δεν παρουσιάζει αποκλίσεις από αυτό. Αυτός που είναι σύμφωνος με τους ισχύοντες νόμους, διατάξεις ή συνήθειες, που προβλέπεται από αυτούς ή που δεν αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι ισχύει συνήθως Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι σύμφωνος με ένα πρότυπο, με ένα υπόδειγμα, που δεν παρουσιάζει αποκλίσεις από αυτό. Αυτός που είναι σύμφωνος με τους ισχύοντες νόμους, διατάξεις ή συνήθειες, που προβλέπεται από αυτούς ή που δεν αποτελεί εξαίρεση σε ό,τι ισχύει συνήθως Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet