bn:00111667a
Adjective Concept
EL
καλαίσθητος  καλόγουστος
EL
Αυτός που διακρίνεται από καλαισθησία ή για κάτι που έχει γίνει με καλαισθησία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που διακρίνεται από καλαισθησία ή για κάτι που έχει γίνει με καλαισθησία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet