bn:00111669a
Adjective Concept
EL
ακαλαίσθητος  κακόγουστος
EL
Αυτός ή κάτι που δεν χαρακτηρίζεται από καλαισθησία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός ή κάτι που δεν χαρακτηρίζεται από καλαισθησία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet