bn:00112223a
Adjective Concept
EL
άσχημος
EL
Αυτός που προκαλεί δυσάρεστη εντύπωση ή απλώς δεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες που έχουμε για την ομορφιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προκαλεί δυσάρεστη εντύπωση ή απλώς δεν ανταποκρίνεται στο ιδεώδες που έχουμε για την ομορφιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary