bn:00112349a
Adjective Concept
EL
αποκρουστικός
EL
Αυτός που στερείται ομορφιάς ή γοητείας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που στερείται ομορφιάς ή γοητείας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet