bn:00112254a
Adjective Concept
EL
ανίκανος  θέση
EL
Αυτός που δε διαθέτει ικανότητα ή που δεν έχει τα κατάλληλα προσόντα να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δε διαθέτει ικανότητα ή που δεν έχει τα κατάλληλα προσόντα να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations