bn:00096151a
Adjective Concept
EL
ικανός  θέση
EL
Αυτός που μπορεί να κάνει κάτι, να πετύχει ένα αποτέλεσμα ή στόχο, επειδή έχει κάποια δύναμη, προσόν , ικανότητα ή εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που μπορεί να κάνει κάτι, να πετύχει ένα αποτέλεσμα ή στόχο, επειδή έχει κάποια δύναμη, προσόν , ικανότητα ή εξουσία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations