bn:00112401a
Adjective Concept
EL
ολόκληρος
EL
Αυτός που δεν έχει σπάσει, που είναι ακέραιος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν έχει σπάσει, που είναι ακέραιος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet