bn:00112514a
Adjective Concept
EL
αντισυμβατικός
EL
Αυτός που δεν συμμορφώνεται με τους συμβατικούς κανόνες, με τους καθιερωμένους τύπους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν συμμορφώνεται με τους συμβατικούς κανόνες, με τους καθιερωμένους τύπους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet