bn:00112813a
Adjective Concept
EL
δυστυχισμένος  δυσαρεστημένοι
EL
Αυτός που προκαλεί οίκτο, λύπηση επειδή ζει μέσα στη δυστυχία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προκαλεί οίκτο, λύπηση επειδή ζει μέσα στη δυστυχία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations