bn:00112990a
Adjective Concept
EL
αχρείαστος  περιττός
EL
Που πλεονάζει, που υπάρχει ή γίνεται πάνω από το αναγκαίο, χρήσιμο ή ωφέλιμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που πλεονάζει, που υπάρχει ή γίνεται πάνω από το αναγκαίο, χρήσιμο ή ωφέλιμο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet