bn:00057131n
Noun Concept
EL
αναγκαιότητα
EL
Το να είναι κάποιος αναγκαίος ή απαραίτητος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να είναι κάποιος αναγκαίος ή απαραίτητος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations