bn:00113852a
Adjective Concept
EL
ολόκληρος
EL
Αυτός που είναι ακέραιος, που περιλαμβάνει όλα τα μέρη του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι ακέραιος, που περιλαμβάνει όλα τα μέρη του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet