bn:01903637n
Noun Concept
Categories: Σεξουαλικές πράξεις, Πρωκτικός ερωτισμός
EL
δακτύλωμα  fingering
EL
Το δακτύλωμα ή δαχτύλωμα είναι η χρήση των δακτύλων ή των χεριών για τη σεξουαλική διέγερση του αιδοίου, του κόλπου ή του πρωκτού. Wikipedia
English:
sexual act
sex act
act
Definitions
Relations
Sources
EL
Το δακτύλωμα ή δαχτύλωμα είναι η χρήση των δακτύλων ή των χεριών για τη σεξουαλική διέγερση του αιδοίου, του κόλπου ή του πρωκτού. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations