bn:02245276n
Noun Concept
EL
εργαζόμενος του σεξ  σεξεργάτης  σεξεργάτρια  επαγγελματική κυρίαρχη  οι εργαζόμενοι του σεξ
EN
A sex worker is a person who provides sex work, either on a regular or occasional basis. Wikipedia
Relations
Sources