bn:02270457n
Noun Concept
Categories: Διακρίσεις
EL
σπισισμός  Σπησισισμός  Σπησισμός
EL
Ο όρος σπισισμός, ή ειδισμός είναι γλωσσικό δάνειο από την αγγλική λέξη speciesism, που προέρχεται από τη λέξη species που σημαίνει "είδος". Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος σπισισμός, ή ειδισμός είναι γλωσσικό δάνειο από την αγγλική λέξη speciesism, που προέρχεται από τη λέξη species που σημαίνει "είδος". Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations