bn:03277968n
Noun Concept
Categories: Προγραμματισμός, Δομές προγραμματισμού
EL
δεσμευμένη λέξη  λέξη-κλειδί  λέξη κλειδί
EL
Ο όρος δεσμευμένη λέξη ή λέξη-κλειδί στον προγραμματισμό, δηλώνει λέξη την οποία ο μεταγλωττιστής αντιλαμβάνεται σαν τελεστή κάποιας λειτουργίας. Wikipedia
Greek:
υπολογιστές
προγραμματισμός υπολογιστών
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος δεσμευμένη λέξη ή λέξη-κλειδί στον προγραμματισμό, δηλώνει λέξη την οποία ο μεταγλωττιστής αντιλαμβάνεται σαν τελεστή κάποιας λειτουργίας. Wikipedia
Λέξη που σε μια γλώσσα προγραμματισμού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όνομα μεταβλητής Wikidata