bn:00000350n
Noun Concept
EL
αντικανονικότητα  ανωμαλία  κανονικό εμπόδιο
EL
Συμπεριφορά, κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλότητας, η παρέκκλιση από τον κανόνα, από την τάξη ή από τον κανονικό ρυθμό Greek Open Multilingual WordNet
English:
canon law
Definitions
Relations
Sources
EL
Συμπεριφορά, κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλότητας, η παρέκκλιση από τον κανόνα, από την τάξη ή από τον κανονικό ρυθμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations