bn:00096158a
Adjective Concept
EL
ανώμαλος
EL
Αυτός που παρεκκλίνει από ό,τι είναι ή θεωρείται φυσιολογικό. Αυτός που δεν ακολουθεί κάποιον κανόνα ή κάποια τάξη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που παρεκκλίνει από ό,τι είναι ή θεωρείται φυσιολογικό. Αυτός που δεν ακολουθεί κάποιον κανόνα ή κάποια τάξη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet