bn:00000554n
Noun Concept
EL
πτυχίο  ακαδημαϊκός τίτλος  δίπλωμα  μεταπτυχιακός τίτλος  ακαδημαϊκό πτυχίο
EL
Τίτλος σπουδών, πιστοποιητικό σπουδών ή και επαγγελματικής καταρτίσεως, που χορηγείται από ανώτερη ή ανώτατη σχολή σε όποιον ολοκλήρωσε με επιτυχία τη φοίτησή του Greek Open Multilingual WordNet
English:
academic
education
Definitions
Relations
Sources