bn:00000780n
Noun Concept
EL
επαναφορτιζόμενες μπαταρίες  αποταμιευτής  μπαταρία  συσσωρευτής  δευτερεύουσα μπαταρία
EL
(ηλεκτρικός) συσσωρευτής, συσκευή που μπορεί να αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια ή να χρησιμοποιείται ως φορητή πηγή ηλεκτρικού ρεύματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
energy
Definitions
Relations
Sources
EL
(ηλεκτρικός) συσσωρευτής, συσκευή που μπορεί να αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια ή να χρησιμοποιείται ως φορητή πηγή ηλεκτρικού ρεύματος Greek Open Multilingual WordNet