bn:00001170n
Noun Concept
Categories: Ακτιβιστές, Ακτιβισμός
EL
ακτιβισμός  ακτιβιστής  πολιτικός ακτιβισμός  ακτιβίστρια  ακτιβισμό
EL
Ο όρος ακτιβισμός,όπως αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο διεθνής γαλλικός όρος “activisme” είναι ένας σύγχρονος σχετικά όρος της κοινωνικής – πολιτικής φιλοσοφίας. Wikipedia
English:
politics
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος ακτιβισμός,όπως αποδόθηκε στην ελληνική γλώσσα ο διεθνής γαλλικός όρος “activisme” είναι ένας σύγχρονος σχετικά όρος της κοινωνικής – πολιτικής φιλοσοφίας. Wikipedia