bn:00001580n
Noun Concept
Categories: Συντακτικό, Γραμματική, Μέρη του λόγου
EL
επίρρημα  επιρρήματα
EL
Άκλιτη λέξη που προσδιορίζει κάτι διαφορετικό από ουσιαστικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άκλιτη λέξη που προσδιορίζει κάτι διαφορετικό από ουσιαστικό Greek Open Multilingual WordNet
Επίρρημα είναι άκλιτο μέρος του λόγου το οποίο προσδιορίζει ρήματα ή προτάσεις και φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό κ.α. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations