bn:00001688n
Noun Concept
EL
αεροπόρος  ιπτάμενος κροίσος  πιλότος  αεροναύτης  αεροπόροι
EL
Κάποιος που χειρίζεται ένα αεροσκάφος Greek Open Multilingual WordNet
English:
United States Air Force
Definitions
Relations
Sources