bn:00003693n
Noun Concept
Categories: Αισθητική, Ψυχαγωγία, Χιούμορ, Άνθρωπος
EL
διασκέδαση  ψυχαγωγία  διασκεδάσει  διασκεδαστές  διασκεδαστικό
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα Greek Open Multilingual WordNet
Ψυχαγωγία είναι η συμμετοχή του ανθρώπου στα ανώτερα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού, που τον μορφώνει πνευματικά και αισθητικά και τον εξευγενίζει. Wikipedia
Διασκέδαση είναι η δραστηριότητα που δίνει τον μηχανισμό στους ανθρώπους να απαλύνονται από τις στρεσογόνες καταστάσεις της καθημερινότητας και να χαλαρώνουν. Wikipedia