bn:00027865n
Noun Concept
EL
αναψυχή  διασκέδαση  ψυχαγωγία  αναψυχής  ψυχαγωγικές δραστηριότητες
EL
Το να διασκεδάζει κανείς, δραστηριότητα που ικανοποιεί κάποιες ανάγκες, διασκέδαση αναψυχή Greek Open Multilingual WordNet
English:
activity
Definitions
Relations
Sources