bn:00082591v
Verb Concept
EL
διασκεδάζω
EL
Απασχολώ κάποιον με ευχάριστο και διασκεδαστικό τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Απασχολώ κάποιον με ευχάριστο και διασκεδαστικό τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary