bn:00003840n
Noun Concept
EL
αναρχία  αναρχικό
EL
Έλλειψη τάξης που οφείλεται σε ανυπαρξία ή κακή λειτουργία του κράτους και των οργάνων του Greek Open Multilingual WordNet
English:
word
Definitions
Relations
Sources
EL
Έλλειψη τάξης που οφείλεται σε ανυπαρξία ή κακή λειτουργία του κράτους και των οργάνων του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations