bn:00027636n
Noun Concept
EL
αναταραχή  διαταραχή  σύγχυση
EL
Κατάσταση αναστατώσεως ή έλλειψη τάξεως, κανονικής δηλαδή λειτουργίας σε ορισμένο τομέα της ζωής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατάσταση αναστατώσεως ή έλλειψη τάξεως, κανονικής δηλαδή λειτουργίας σε ορισμένο τομέα της ζωής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary