bn:00006137n
Noun Concept
Categories: Σκελετικό σύστημα
EL
άρθρωση  κλείδωση  αρθρώσεις  articulatio  όψη αρθρική
EL
Η σύνδεση, η συναρμογή των μελών του σώματος και το μέρος όπου αυτά ενώνονται Greek Open Multilingual WordNet
English:
anatomy
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σύνδεση, η συναρμογή των μελών του σώματος και το μέρος όπου αυτά ενώνονται Greek Open Multilingual WordNet
Μια άρθρωση, στα σπονδυλωτά ζώα, είναι μέρος στο σκελετό, όπου έρχονται σε επαφή και συνδέονται, δύο ή περισσότερα οστά, τα οποία δεν είναι σταθερά μεταξύ τους στα υπόλοιπα σημεία τους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations