bn:00006505n
Noun Concept
Categories: Λογιστική
EL
Περιουσιακό στοιχείο  ενεργητικό  Στοιχείο ενεργητικού  περιουσιακά στοιχεία
EL
(οικονομία) το σύνολο των αγαθών ή των περιουσιακών στοιχείων που δικαιούται να λάβει πρόσωπο ή επιχείρηση Greek Open Multilingual WordNet
English:
finance
Definitions
Relations
Sources
EL
(οικονομία) το σύνολο των αγαθών ή των περιουσιακών στοιχείων που δικαιούται να λάβει πρόσωπο ή επιχείρηση Greek Open Multilingual WordNet
Περιουσιακό στοιχείο είναι οτιδήποτε μπορεί να κατέχει κανείς ως ιδιοκτησία, ή μπορεί να ελέγχει προς όφελος του, και το οποίο έχει οικονομική αξία. Wikipedia