bn:00067352n
Noun Concept
EL
πόρος
EL
Υπαρκτή πηγή πλούτου, κάτι από το οποίο μπορεί να αντληθούν αγαθά, όταν υπάρχει ανάγκη Greek Open Multilingual WordNet
English:
types and developments
Definitions
Relations
Sources
EL
Υπαρκτή πηγή πλούτου, κάτι από το οποίο μπορεί να αντληθούν αγαθά, όταν υπάρχει ανάγκη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata