bn:00015496n
Noun Concept
Categories: Ορολογία οικονομικών, Κεφάλαιο, Καπιταλισμός, Πολιτική οικονομία
EL
κεφάλαιο  κεφάλαιο κίνησης  κυκλοφορούν ενεργητικό  επενδυτικών κεφαλαίων  κεφάλαιο κινήσεως
EL
Το απόθεμα πόρων που μπορούν να αξιοποιηθούν (με δανεισμό, ενοικίαση ή επένδυση) για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, το σύνολο των αξιοποιήσιμων χρηματικώς περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
οικονομικά
Definitions
Relations
Sources
EL
Το απόθεμα πόρων που μπορούν να αξιοποιηθούν (με δανεισμό, ενοικίαση ή επένδυση) για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, το σύνολο των αξιοποιήσιμων χρηματικώς περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Κεφάλαιο ονομάζεται οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία. Wikipedia
Όρος της οικονομίας Wikidata