bn:00008379n
Noun Concept
EL
ταμίας  υπάλληλος τραπέζης  τέλερ  τραπεζικός υπάλληλος  ταμίας τράπεζας
EL
Αυτός που κρατά ή διευθύνει το ταμείο, που διενεργεί εισπράξεις και πληρωμές Greek Open Multilingual WordNet
English:
bank
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που κρατά ή διευθύνει το ταμείο, που διενεργεί εισπράξεις και πληρωμές Greek Open Multilingual WordNet
Εργαζόμενος τραπέζης ο οποίος συναλλάσσεται κατευθείαν με πελάτες της Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikidata Alias
WordNet Translations