bn:00009013n
Noun Concept
EL
μαγιό  γυναικείο μαγιό
EL
Ειδικό συνήθως εφαρμοστό ρούχο που καλύπτει κυρίως τα απόκρυφα μέρη του σώματος και το φορούν στο κολύμπι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδικό συνήθως εφαρμοστό ρούχο που καλύπτει κυρίως τα απόκρυφα μέρη του σώματος και το φορούν στο κολύμπι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations